- προσηλυτευόντων
- προσηλυτεύωlive inpres part act masc/neut gen plπροσηλυτεύωlive inpres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσηλυτεύω — ΜΑ [προσήλυτος] 1. παροικώ, διαμένω σε έναν τόπο ως ξένος («τῶν προσηλυτευόντων ἐν τῷ Ισραήλ», ΠΔ) … Dictionary of Greek